ἀμφότερος

ἀμφότερος
ἀμφότερος (-οι, -οις: -α, -ας; -ᾶν, -αις: -ον; -ων, -οιςι), )
1 adj.
a both

ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι P. 2.47

καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.124

καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί.) N. 6.2 ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (καὶ ἀριστερᾶς καὶ δεξιᾶς. Σ.) N. 7.94 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (Boeckh e Σ: ἀμφοτέρων, -οις codd.: i. e. songs for both Thebe and Delos.) I. 1.6
b double ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν (v. l. ἀμφότερον) P. 4.79
2 pro subs.
a masc., fem.

ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν O. 9.84

ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (i. e. to both sides, slanderers and slandered) P. 2.76 παρ' ἀμφοτέροις (Peleus and Kadmos) P. 3.93 πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (Lakedaimon and Thessaly) P. 10.2
b neut. καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (i. e. to the sound of the flute and lyre O. 7.13 ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος on both sides O. 13.57 ἁμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ (success and fame) P. 1.99 πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (sign. dub.: τῷ τ' ἀληθεῖ καὶ τῷ ψευδεῖ. Σ.: ? your authority and your wealth cf. vv. 87—8) P. 1.88
3 ἀμφότερα pro adv., both

πέποιθα δὲ ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμακαὶ δύναμιν κυριώτερον δαιδαλωσέμεν O. 1.104

4 ἀμφότερον τε καί, both — andποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαιO. 6.17

εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπαναῖς τε καὶ πόνοις I. 1.42


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀμφοτερός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφότερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότερος — either masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… …   Dictionary of Greek

  • Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρων — ἀμφότερος either fem gen pl ἀμφότερος either masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρως — ἀμφότερος either adverbial ἀμφότερος either masc acc pl (doric) ἀμφοτέρως in both ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότερον — ἀμφότερος either masc acc sg ἀμφότερος either neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφοτεροῦ — Ἀμφοτερός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτερᾶν — ἀμφότερος either masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”